- φτυσιά
- η плевок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτυσιά — η, Ν φτύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] … Dictionary of Greek
φτυσιά — η το φτύμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπτυση — η (AM ἔμπτυσις) 1. εμπτυσμός, φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου 2. ιατρ. αιμοπτυσία … Dictionary of Greek
εμπτυσμός — ο (Μ ἐμπτυσμός) φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου («άξιος εμπτυσμού») … Dictionary of Greek
ροχάλα — και ρουχάλα, η, Ν απόχρεμμα, φτυσιά σάλιου και βλέννας από τους βρόγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόχαλο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλα)] … Dictionary of Greek
φτύμα — το, Ν φτυσιά, φτύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτύνω + κατάλ. μα (πρβλ. κρίμα: κρίνω, πλύμα: πλύνω)] … Dictionary of Greek
φτυσιματιά — η η φτυσιά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτύμα — το, ατος το σάλιο που φτύνεται, το προϊόν του φτυσίματος, το πτύελο, το απόχρεμμα, η φτυσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτύσιμο — το 1. το να φτύνει κανείς. 2. το φτύμα (βλ. λ.), η φτυσιά, η φτυσιματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)